- απωθητικός
- απωθητικός, -ή, -ό και απωστικός, -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που συντελεί στην απώθηση, στο να απομακρύνει: Είναι γυναίκα απωθητική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απωθητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος για απώθηση 2. αυτός που προκαλεί δυσφορία ή αποτροπιασμό, αποκρουστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ιωάννη Πύρλα] … Dictionary of Greek
ανήδυντος — ἀνήδυντος, ον (Α) [ηδύνω] 1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος 2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός … Dictionary of Greek
απωστικός — ή, ό βλ. απωθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)